- εἰσαποβαίνω
- εἰσαπο-βαίνω,A pass out to.., c. acc., A.R.4.650, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εισαποβαίνω — εἰσαποβαίνω (Α) πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλον … Dictionary of Greek